τριανταφυλλένιος

τριανταφυλλένιος
-α, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα
2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριανταφυλλένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα: Σταυρός τριανταφυλλένιος. 2. αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, ροζ: Τριανταφυλλένια χείλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριανταφυλλής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, τριανταφυλλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”